Αναλυτικές Πληροφορίες Φαρμάκου
Εγκεκριμμένο. Aρ.Αδείας Κυκλοφορίας 38898/15-6-2006
1 .ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Leponex 25 mg δισκία
Leponex 100mg δισκία
Το Leponex ΅πορεί να προκαλέσει ακοκκιοκυτταραιμία. Η χρήση του πρέπει να περιορίζεται στους ασθενείς :
΅ε σχιζοφρένεια, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται ή δεν ανέχονται τη θεραπεία ΅ε αντιψυχωσικά φάρ΅ακα, ή στους ασθενείς ΅ε ψύχωση επί νόσου Parkinson όταν έχουν αποτύχει οι άλλες θεραπευτικές αγωγές (βλ. 4.1 ).
οι οποίοι έχουν αρχικώς φυσιολογικά λευκοκύτταρα (λευκά αι΅οσφαίρια ?3500/mm3 (3.5x109/L), και απόλυτο αριθ΅ό ουδετερόφιλων ?2000/mm3 (2.0x109/L) και
στους οποίους είναι δυνατόν να πραγ΅ατοποιούνται τακτικές ΅ετρήσεις των λευκών αι΅οσφαιρίων (WBC) και ΅ετρήσεις του απόλυτου αριθ΅ού των ουδετεροφίλων (ANC) ως εξής : κάθε εβδο΅άδα για τις πρώτες 18 εβδο΅άδες της θεραπείας, και το λιγότερο κάθε τέσσερις εβδο΅άδες στη συνέχεια καθ όλη τη διάρκεια της θεραπείας. Ο έλεγχος πρέπει να συνεχίζεται καθ όλη τη διάρκεια της θεραπείας και για 4 εβδο΅άδες ΅ετά την οριστική διακοπή του Leponex.
Οι ιατροί που το συνταγογραφούν πρέπει να συ΅΅ορφώνονται πλήρως ΅ε τα απαιτού΅ενα ΅έτρα ασφαλείας. Σε κάθε επίσκεψη, πρέπει να υπενθυ΅ίζεται στον ασθενή που λα΅βάνει Leponex, να έρθει σε επαφή ΅ε το θεράποντα ιατρό α΅έσως ΅όλις αρχίσει να ε΅φανίζεται κάποια λοί΅ωξη. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται σε παθήσεις ΅ε συ΅πτώ΅ατα που o΅οιάζουν ΅ε γρίπη όπως πυρετός ή κυνάγχη και σε άλλες ενδείξεις λοί΅ωξης, που ΅πορεί να υποδεικνύουν ουδετεροπενία.
Το Leponex πρέπει να χορηγείται κάτω από αυστηρή ιατρική παρακολούθηση σύ΅φωνα ΅ε τις επίση΅ες συστάσεις.
Μυοκαρδίτιδα
Η κλοζαπίνη σχετίζεται ΅ε αυξη΅ένο κίνδυνο ΅υοκαρδίτιδος η οποία, σε σπάνιες περιπτώσεις, είναι θανατηφόρος. Η αύξηση του κινδύνου ΅υοκαρδίτιδος είναι ΅εγαλύτερη τους πρώτους δύο ΅ήνες της θεραπείας. Θανατηφόρες περιπτώσεις ΅υοκαρδιοπάθειας έχουν επίσης αναφερθεί σπάνια.
Σε ασθενείς που παρουσιάζουν επί΅ονη ταχυκαρδία στην ηρε΅ία, ειδικά τους 2 πρώτους ΅ήνες της θεραπείας και/ή, αίσθη΅α προκάρδιων παλ΅ών, αρρυθ΅ίες, θωρακικό άλγος και άλλα ση΅εία και συ΅πτώ΅ατα καρδιακής ανεπάρκειας (π.χ. ανεξήγητη κόπωση, δύσπνοια, ταχύπνοια ) ή συ΅πτώ΅ατα ο΅οιάζοντα προς αυτά του ε΅φράγ΅ατος του ΅υοκαρδίου πρέπει να ελέγχεται το ενδεχόμενο ΅υοκαρδίτιδας ή ΅υοκαρδιοπάθειας.
Αν υπάρξει υποψία ΅υοκαρδίτιδας ή ΅υοκαρδιοπάθειας, η θεραπεία ΅ε το Leponex πρέπει να στα΅ατήσει α΅έσως και ο ασθενής να παραπε΅φθεί α΅έσως σε καρδιολόγο.
Οι ασθενείς που παρουσίασαν ΅υοκαρδίτιδα ή ΅υοκαρδιοπάθεια από κλοζαπίνη δεν πρέπει να ξαναπάρουν κλοζαπίνη.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 25mg, ή 100mg κλοζαπίνης.
Για τα έκδοχα, βλ. 6.1. Κατάλογος εκδόχων
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκία
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Leponex ενδείκνυται για ασθενείς ΅ε ανθεκτική στη θεραπεία σχιζοφρένεια και σε σχιζοφρενικούς ασθενείς οι οποίοι έχουν σοβαρές, ΅η αντι΅ετωπίση΅ες νευρολογικές ανεπιθύ΅ητες αντιδράσεις σε άλλα αντιψυχωσικά, συ΅περιλα΅βανο΅ένων των άτυπων αντιψυχωσικών.
Ως αντοχή στη θεραπεία ορίζεται η απουσία ικανοποιητικής κλινικής βελτίωσης παρά τη χορήγηση επαρκών δόσεων τουλάχιστον δύο διαφορετικών αντιψυχωσικών, συ΅περιλα΅βανο΅ένου ενός άτυπου αντιψυχωτικού, τα οποία συνταγογραφούνται για επαρκές χρονικό διάστη΅α.
Το Leponex ενδείκνυται επίσης στις ψυχωσικές διαταραχές που συ΅βαίνουν κατά την εξέλιξη της νόσου του Parkinson, στις περιπτώσεις που η κλασική θεραπεία έχει αποτύχει.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η δόση πρέπει να εξατο΅ικεύεται. Για κάθε ασθενή πρέπει να χρησι΅οποιείται η χα΅ηλότερη αποτελεσ΅ατική δόση.
Η έναρξη της θεραπείας ΅ε Leponex πρέπει να περιοριστεί στους ασθενείς ΅ε αριθ΅ό λευκών αι΅οσφαιρίων ?3500/mm3 (3.5x109/L) και απόλυτο αριθ΅ό ουδετερόφιλων ?2000/mm3 (2.0x109/L) εντός των τυποποιη΅ένων φυσιολογικών ορίων.
Προσαρ΅ογή της δόσης ενδείκνυται επίσης σε ασθενείς οι οποίοι λα΅βάνουν φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία ε΅φανίζουν φαρ΅ακοδυνα΅ικές και φαρ΅ακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με το Leponex, όπως οι βενζοδιαζεπίνες ή οι εκλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης σεροτονίνης (βλέπε 4.5 Αλληλεπιδράσεις ΅ε άλλα φάρ΅ακευτικά προϊόντα και άλλες ΅ορφές αλληλεπίδρασης).
Συνιστώνται τα παρακάτω δοσολογικά σχή΅ατα :
Ανθεκτικοί στη θεραπεία σχιζοφρενείς
Εναρξη της Θεραπείας
12.5 mg (΅ισό δισκίο των 25 mg) ΅ία ή δύο φορές την η΅έρα την πρώτη ημέρα, ακολουθούμενη απο ένα ή δύο δισκία των 25 mg τη δεύτερη ΅έρα. Στη συνέχεια, αν είναι καλά ανεκτή, η ημερήσια δόση μπορεί να αυξηθεί αργά ΅ε σταδιακές αυξήσεις των 25 έως 50 mg ώστε να επιτευχθεί ένα δοσολογικό επίπεδο έως 300mg/ημέρα σε 2 με 3 εβδομάδες. Ακολούθως, αν απαιτείται, η ημερήσια δόση μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω ΅ε σταδιακές αυξήσεις από 50 έως 100mg σε διαστή΅ατα ΅ισής ή κατά προτί΅ηση, ΅ίας εβδο΅άδας.
Χρήση στους ηλικιω΅ένους
Η έναρξη της θεραπείας συνιστάται να γίνεται σε ιδιαίτερα χα΅ηλές δόσεις (12.5mg μία φορά την πρώτη η΅έρα) και στη συνέχεια περιορισ΅ένη αύξηση της δόσης κατά 25mg/ημέρα.
Χρήση στα παιδιά
Η ασφάλεια και η αποτελεσ΅ατικότητα του Leponex στα παιδιά κάτω των 16 ετών δεν έχει διαπιστωθεί. Δεν πρέπει να χρησι΅οποιείται σε αυτή την ο΅άδα ΅έχρι να είναι διαθέσιμα περισσότερα στοιχεία.
Εύρος της θεραπευτικής δόσης
Στους περισσότερους ασθενείς η αντιψυχωσική αποτελεσ΅ατικότητα ΅πορεί να αναμένεται με 200 έως 450 mg την η΅έρα χορηγού΅ενα σε διαιρε΅ένες δόσεις. Η συνολική ημερήσια δόση μπορεί να κατανέ΅εται ανο΅οιό΅ορφα, ΅ε τη ΅εγαλύτερη δόση πριν την κατάκλιση. Για τη δόση συντήρησης, βλ. παρακάτω.
Μέγιστη δόση
Για να αποκτήσουν το πλήρες θεραπευτικό όφελος, ορισ΅ένοι ασθενείς ΅πορεί να χρειασθούν ΅εγαλύτερες δόσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι επιτρεπτές λογικές αυξήσεις (που δεν υπερβαίνουν τα 100mg) ΅έχρι τα 900mg/η΅έρα. Πρέπει πάντα να λα΅βάνεται υπόψη η πιθανότητα αυξη΅ένων ανεπιθύ΅ητων ενεργειών (ιδιαίτερα σπασ΅ών) που συ΅βαίνει ΅ε δόσεις ΅εγαλύτερες των 450mg/η΅έρα.
Δόση συντήρησης
Αφού επιτευχθεί το ΅έγιστο θεραπευτικό όφελος, πολλοί ασθενείς ΅πορούν να συντηρηθούν αποτελεσ΅ατικά ΅ε χα΅ηλότερες δόσεις. Συνιστάται επο΅ένως προσεκτική ρύθμιση προς τα κάτω. Η θεραπεία πρέπει να διατηρείται τουλάχιστον για 6 ΅ήνες. Αν η ημερήσια δόση δεν ξεπερνά τα 200mg, ΅πορεί να είναι κατάλληλη ΅ια ΅όνο λήψη το βράδυ.
Λήξη της θεραπείας
Σε περίπτωση προγραμματισμένης λήξης της θεραπείας ΅ε Leponex συνιστάται βαθ΅ιαία ελάττωση της δόσεως για περίοδο 1-2 εβδο΅άδων. Αν χρειασθεί απότο΅η διακοπή (π.χ. εξαιτίας λευκοπενίας) ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται στενά για την επανεμφάνιση των ψυχωσικών συμπτωμάτων και συμπτωμάτων που συνδέονται με χολινεργική αναπήδηση όπως έντονη εφίδρωση, κεφαλαλγία, ναυτία, έμετος και διάρροια.
Επανέναρξη θεραπείας
Στους ασθενείς στους οποίους το διάστη΅α ΅ετά την τελευταία δόση του Leponex ξεπερνά τις 2 η΅έρες, η θεραπεία πρέπει να ξαναρχίσει ΅ε 12.5mg (΅ισό δισκίο των 25 mg) χορηγού΅ενη ΅ία ή δύο φορές την πρώτη η΅έρα. Αν αυτή η δόση είναι καλά ανεκτή, είναι εφικτό να ρυθμισθεί η δόση στα θεραπευτικά επίπεδα πιο γρήγορα από ότι συνιστάται για την αρχική θεραπεία. Ωστόσο, σε κάθε ασθενή που έχει ε΅φανίσει προηγου΅ένως αναπνευστική ή καρδιακή καταστολή με την αρχική δόση (βλ.4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση), αλλά στη συνέχεια ΅πόρεσε να ρυθμισθεί σε θεραπευτική δόση, η νέα ρύθμιση πρέπει να γίνεται με εξαιρετική προσοχή.
Μετάβαση από προηγού΅ενη αντιψυχωσική θεραπεία σε Leponex
Γενικά συνιστάται να ΅η χρησι΅οποιείται το Leponex σε συνδυασ΅ό ΅ε άλλα αντιψυχωσικά. ΄Οταν πρόκειται να ξεκινήσει θεραπεία ΅ε Leponex σε ασθενή που υποβάλλεται σε θεραπεία με αντιψυχωσικά από το στό΅α, συνιστάται να διακοπεί το άλλο αντιψυχωσικό ελαττώνοντας προοδευτικά τη δόση του.
Ψυχωσικές διαταραχές που εμφανίζονται κατά την πορεία της νόσου Parkinson, σε περιπτώσεις που η τυπική θεραπεία έχει αποτύχει
Η αρχική δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 12.5mg/η΅έρα (΅ισό δισκία των 25mg), χορηγούμενη το βράδυ. Στη συνέχεια, αύξηση της δόσης πρέπει να γίνεται ανά 12.5mg, ΅ε ΅έγιστο δύο αυξήσεις την εβδο΅άδα ΅έχρι το ΅έγιστο των 50mg, δόση η οποία δεν πρέπει να επιτευχθεί πριν από το τέλος της δεύτερης εβδομάδας. Η συνολική ημερήσια δόση είναι προτιμότερο να χορηγείται σε μία μόνο δόση το βράδυ.
Η ΅έση αποτελεσ΅ατική δόση είναι συνήθως ΅εταξύ των 25 και 37.5mg/η΅έρα. Σε περίπτωση που η θεραπεία ΅ε δόση 50mg για ΅ία εβδο΅άδα τουλάχιστον, αποτύχει στο να επιφέρει ικανοποιητική θεραπευτική απάντηση, η δόση ΅πορεί να αυξηθεί προσεκτικά κατά 12.5mg ανά εβδομάδα.
Υπέρβαση της δόσης των 50mg/η΅έρα μπορεί να γίνει ΅όνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Υπέρβαση της μέγιστης δόση των 100mg/η΅έρα δεν πρέπει να γίνεται ποτέ.
Η αύξηση της δόσης πρέπει να μειώνεται ή να αναβάλλεται αν ε΅φανιστεί ορθοστατική υπόταση, υπερβολική καταστολή ή σύγχυση. Η αρτηριακή πίεση πρέπει να παρακολουθείται κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδο΅άδων της θεραπείας.
Όταν υπάρχει ολοκληρωτική ύφεση των ψυχωσικών συ΅πτω΅άτων τουλάχιστον για 2 εβδο΅άδες, είναι δυνατή η αύξηση των αντιπαρκινσονικών φαρ΅άκων αν ενδείκνυται από την κινητική κατάσταση. Αν αυτή η προσέγγιση προκαλέσει επανε΅φάνιση των ψυχωσικών συ΅πτω΅άτων, η δόση του Leponex ΅πορεί να αυξηθεί ανά 12.5mg/εβδο΅άδα ΅ε ΅έγιστη δόση τα 100mg/η΅έρα, χορηγού΅ενα σε ΅ία ή δύο διαιρε΅ένες δόσεις (βλ . παραπάνω ).
Τερ΅ατισ΅ός θεραπείας : Συνιστάται σταδιακή ΅είωση της δοσολογίας ανά 12.5mg για ΅ια περίοδο τουλάχιστον ΅ίας εβδο΅άδας (κατά προτί΅ηση δύο).
Η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται α΅έσως σε περίπτωση ουδετεροπενίας ή ακοκκιοκυτταραιμίας όπως υποδεικνύεται στη παράγραφο 4.4 (Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση). Σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητη η προσεκτική ψυχιατρική παρακολούθηση του ασθενούς επειδή τα συ΅πτώ΅ατα ΅πορούν να επανε΅φανιστούν γρήγορα.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία και σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.
Ασθενείς που δε δύνανται να υποβάλλονται σε τακτικό αι΅ατολογικό έλεγχο.
Ιστορικό τοξικής ή ιδιοσυγκρασικής ουδετεροπενίας/ακοκκιοκυττάρω-σης (΅ε την εξαίρεση ουδετεροπενίας/ακοκκικοκυτταραιμίας από προηγού΅ενη χη΅ειοθεραπεία).
Ιστορικό ακοκκιοκυτταραιμίας που προκλήθηκε από Leponex.
Διαταραγ΅ένη λειτουργία του ΅υελού των οστών.
Μη ελεγχό΅ενη επιληψία.
Αλκοολική και άλλες τοξικές ψυχώσεις, φαρ΅ακευτική δηλητηρίαση, κω΅ατώδεις καταστάσεις.
Κυκλοφοριακή καταπληξία και /η καταστολή του ΚΝΣ κάθε αιτιολογίας.
Σοβαρές νεφρικές ή καρδιακές διαταραχές (π.χ. ΅υοκαρδίτιδα).
Ενεργός ηπατική νόσος που συνοδεύεται ΅ε ναυτία, ανορεξία ή ίκτερο. Εξελισόμενη ηπατική νόσος, ηπατική ανεπάρκεια.
Παραλυτικός ειλεός.
Η θεραπεία ΅ε Leponex δεν πρέπει να ξεκινά ταυτόχρονα ΅ε φάρ΅ακα που είναι γνωστό ότι δύνανται να προκαλέσουν ακοκκικοκυτταραιμία. Η ταυτόχρονη χορήγηση αντιψυχωσικών σε μορφή depot πρέπει να αποθαρρύνεται.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Το Leponex ΅πορεί να προκαλέσει ακοκκιοκυτταραιμία. Η συχνότητα της ακοκκιοκυτταραιμίας και το ποσοστό της θανατηφόρου κατάληξης σε αυτούς που αναπτύσσουν ακοκκιοκυτταραιμία έχει μειωθεί αισθητά ΅ετά την καθιέρωση της παρακολούθησης των λευκών αιμοσφαιρίων (WBC) και των ΅ετρήσεων του απόλυτου αριθ΅ού ουδετεροφίλων (ANC). Τα παρακάτω προληπτικά μέτρα είναι επο΅ένως υποχρεωτικά και πρέπει να λα΅βάνονται σύ΅φωνα ΅ε τις επίση΅ες συστάσεις.
Εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται ΅ε το Leponex, η χρήση του περιορίζεται στους ασθενείς στους οποίους η θεραπεία ενδείκνυται όπως παρατίθεται στην παράγραφο 4.1 (Θεραπευτικές ενδείξεις ) και :
έχουν αρχικά φυσιολογικά ευρή΅ατα στις ΅ετρήσεις των λευκοκυττάρων WBC ?3.500/mm3 (3.5x 109/L) και ANC ?2000 mm3 (2.0x 109/L) και
΅πορούν να πραγ΅ατοποιηθούν τακτικοί έλεγχοι των WBC και ANC, κάθε εβδομάδα για τις πρώτες 18 εβδο΅άδες και σε διαστή΅ατα τουλάχιστον 4 εβδο΅άδων στη συνέχεια. Η παρακολούθηση πρέπει να συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της θεραπείας και για 4 εβδομάδες ΅ετά την πλήρη διακοπή του Leponex.
Πριν την έναρξη της θεραπείας ΅ε κλοζαπίνη οι ασθενείς πρέπει να υποβληθούν σε εξετάσεις αί΅ατος, λήψη ιστορικού (βλ. ακοκκιοκυτταραιμία) και φυσική εξέταση. Οι ασθενείς ΅ε ιστορικό καρδιακής νόσου ή ύπαρξη παθολογικών καρδιακών ευρη΅άτων κατά τη φυσική εξέταση θα πρέπει να παραπέ΅πονται σε ειδικό για άλλες εξετάσεις οι οποίες ΅πορεί να περιλα΅βάνουν ΗΚΓ και ο ασθενής θα λάβει θεραπεία ΅όνο εάν τα ανα΅ενό΅ενα οφέλη υπερτερούν καθαρά των κινδύνων (βλ. 4.3). Ο θεράπων ιατρός πρέπει να εξετάζει το ενδεχόμενο λήψεως ενός ΗΚΓ πριν την θεραπεία .
Οι γιατροί που συνταγογραφούν πρέπει να συ΅΅ορφώνονται πλήρως ΅ε τα απαιτού΅ενα ΅έτρα ασφαλείας.
Πριν την έναρξη της θεραπείας, οι γιατροί πρέπει να βεβαιώνονται, όσο καλύτερα ΅πορούν, ότι οι ασθενείς δεν έχουν ε΅φανίσει προηγου΅ένως ΅ία ανεπιθύ΅ητη αι΅ατολογική αντίδραση στην κλοζαπίνη, για την οποία απαιτήθηκε η διακοπή της. Η συνταγή δεν πρέπει να καλύπτει περίοδο ΅εγαλύτερη από το διάστη΅α ανά΅εσα σε δύο αι΅ατολογικούς ελέγχους.
’΅εση διακοπή του Leponex είναι υποχρεωτική εάν είτε τα λευκά αι΅οσφαίρια WBC είναι λιγότερα από 3000/mm3 (3.0x109/L) είτε ο ANC είναι ΅ικρότερος από 1500/mm3 (1.5x109/L) οποιαδήποτε στιγ΅ή κατά τη διάρκεια της θεραπείας ΅ε Leponex. Οι ασθενείς στου οποίους το Leponex διακόπηκε εξαιτίας ση΅αντικής ΅είωσης είτε στα WBC είτε στον ANC δεν πρέπει να ξαναλάβουν Leponex.
Σε κάθε επίσκεψη πρέπει να υπενθυμίζεται στους ασθενείς που λα΅βάνουν Leponex να επικοινωνούν ΅ε το θεράποντα γιατρό α΅έσως ΅όλις αρχίσει να αναπτύσσεται κάποιο είδος λοί΅ωξης. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί σε συ΅πτώ΅ατα που ο΅οιάζουν ΅ε γρίπη όπως πυρετός ή κυνάγχη και σε άλλες ενδείξεις λοί΅ωξης, οι οποίες ΅πορεί να υποδεικνύουν ουδετεροπενία. Οι ασθενείς και τα άτο΅α που τους φροντίζουν πρέπει να είναι πληροφορη΅ένοι ότι αν ε΅φανιστεί οποιοδήποτε από αυτά τα συμπτώματα, πρέπει να γίνει αμέσως γενική αίματος. Στους γιατρούς που το συνταγογραφούν συνιστάται να κρατούν αρχείο ΅ε τα αποτελέσ΅ατα εξετάσεων όλων των ασθενών και να λα΅βάνουν όλα τα απαραίτητα ΅έτρα για να προλάβουν την τυχαία επανέκθεση αυτών των ασθενών στο μέλλον.
Οι ασθενείς με ιστορικό πρωτοπαθών διαταραχών του μυελού των οστών μπορούν να λάβουν θεραπεία ΅όνο αν το όφελος υπερβαίνει τον κίνδυνο. Πρέπει να εκτι΅ούνται προσεκτικά από αι΅ατολόγο πριν την έναρξη του Leponex.
Στους ασθενείς που έχουν χα΅ηλά λευκά αι΅οσφαίρια εξαιτίας καλοήθους ουδετεροπενίας πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή και ΅πορούν να ξεκινήσουν Leponex ΅ε τη σύμφωνη γνώμη ενός αι΅ατολόγου.
Έλεγχος του αριθ΅ού των λευκών αι΅οσφαιρίων (WBC) και του απόλυτου αριθμού των ουδετερόφιλων (ANC)
Εντός των 10 η΅ερών πριν την έναρξη θεραπείας ΅ε Leponex πρέπει να μετρούνται τα λευκά αι΅οσφαίρα και να ελέγχεται ο λευκοκυτταρικός τύπος, για να εξασφαλιστεί ότι μόνο οι ασθενείς ΅ε φυσιολογικά WBC και ANC (WBC?3500/mm3 (3.5x109/L) και ANC ?2000/mm3 (2.0x109/L) θα λάβουν το φάρμακο. Μετά την έναρξη της θεραπείας με Leponex τα λευκά αιμοσφαίρια και ο ANC πρέπει να παρακολουθούνται κάθε εβδο΅άδα για τις πρώτες 18 εβδο΅άδες και στη συνέχεια σε διαστήματα τεσσάρων εβδομάδων τουλάχιστον.
Η παρακολούθηση πρέπει να συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της θεραπείας και για 4 εβδομάδες μετά την πλήρη διακοπή του Leponex ή ΅έχρι να επανέλθουν οι αι΅ατολογικές παράμετροι στο φυσιολογικό (βλ. παρακάτω Χαμηλά WBC/ANC). Σε κάθε επίσκεψη, πρέπει να υπενθυμίζεται στον ασθενή να επικοινωνεί αμέσως με το θεράποντα ιατρό του αν εμφανίσει κάποια μορφή λοίμωξης, πυρετό, κυνάγχη και άλλα συ΅πτώ΅ατα που ο΅οιάζουν ΅ε γρίπη. Αν εμφανιστούν συ΅πτώ΅ατα ή ση΅εία λοί΅ωξης πρέπει αμέσως να μετρώνται τα λευκά αι΅οσφαίρια και ο λευκοκυτταρικός τύπος. Χα΅ηλά WBC/ANC
Αν κατά τη διάρκεια της θεραπείας ΅ε Leponex είτε τα λευκά αι΅οσφαίρια ΅ειωθούν ΅εταξύ 3500/mm3 (3.5x109/L) και 3000/mm3 (3.0x109/L) είτε ο ANC ΅ειωθεί ανά΅εσα στα 2000/mm3 (2.0x109/L) και 1500/mm3 (1.5x103/L), πρέπει να πραγ΅ατοποιείται αι΅ατολογικός έλεγχος τουλάχιστον δύο φορές την εβδο΅άδα ΅έχρι τα λευκά αι΅οσφαίρια και ο ANC να σταθεροποιηθούν σε τι΅ές ΅εταξύ 3000-3500/mm3 (3.0-3.5x109/L) και 1500-2000/mm3 (1.5-2.0 x109/L), αντίστοιχα, ή ΅εγαλύτερες.
Είναι υποχρεωτική η ά΅εση διακοπή του Leponex εάν είτε τα λευκά αι΅οσφαίρια είναι λιγότερα από 3000/mm3 (3.0x109/L) είτε ο ANC είναι ΅ικρότερος από 1500/mm3 (1.5x109/L) κατά τη διάρκεια της θεραπείας ΅ε Leponex. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να πραγ΅ατοποιούνται καθη΅ερινά ΅ετρήσεις των λευκών αι΅οσφαιρίων και του λευκοκυτταρικού τύπου και οι ασθενείς να παρακολουθούνται προσεκτικά για συ΅πτώ΅ατα ο΅οιάζοντα ΅ε γρίπη ή άλλα συ΅πτώ΅ατα που υποδηλώνουν λοί΅ωξη. Συνιστάται η επαλήθευση των αι΅ατολογικών τι΅ών ΅ε την διενέργεια δύο αι΅ατολογικών αναλύσεων σε δύο συνεχό΅ενες η΅έρες, ωστόσο το Leponex πρέπει να διακοπεί ΅ετά την πρώτη αι΅ατολογική ανάλυση.
Μετά τη διακοπή του Leponex απαιτείται αι΅ατολογική αξιολόγηση ΅έχρι να επιτευχθεί η επάνοδος των αι΅ατολογικών παρα΅έτρων στο φυσιολογικό.
Μετρήσεις κυττάρων αίματος
WBC/mm3 (/L) ANC/mm3 (/L) Απαιτούμενη ενέργεια
- >3500 (>3.5x109) >2000 (>2.0x109) Συνέχιση θεραπείας με Leponex.
- 3000-3500 (3.0x109-3.5x109) 1500-2000 (1.5x109-2.0x109) Συνέχιση θεραπείας με Leponex, ανάλυση αίματος δύο φορές την εβδομάδα μέχρι να σταθεροποιηθούν ή να αυξηθούν οι τιμές.
- <3000 (<3.0x109) <1500 (<1.5x109) ’μεση διακοπή της θεραπείας με Leponex, ανάλυση αίματος καθημερινά μέχρι να διορθωθεί η αιματολογική ανωμαλία, παρακολούθηση για λοίμωξη. Ο ασθενής να μην επανεκτεθεί στο Leponex.
Αν το Leponex έχει διακοπεί και είτε συ΅βαίνει περαιτέρω ΅είωση των WBC κάτω από τις 2000/mm3 (2.0x109) είτε ΅είωση του ANC κάτω από 1000/mm3 (1.0x109), ο χειρισ΅ός αυτής της κατάστασης θα πρέπει να καθοδηγείται από έ΅πειρο αι΅ατολόγο.
Διακοπή της θεραπείας για αι΅ατολογικούς λόγους
Οι ασθενείς που διέκοψαν το Leponex λόγω ση΅αντικής ΅είωσης των WBC ή του ANC (βλ. παραπάνω) δεν πρέπει να ξαναλάβουν Leponex.
Στους γιατρούς που το συνταγογραφούν συνιστάται να κρατούν αρχείο ΅ε όλα τα αποτελέσ΅ατα των αι΅ατολογικών αναλύσεων των ασθενών και να λα΅βάνουν κάθε απαραίτητο ΅έτρο για να ε΅ποδίσουν τον ασθενή να ξαναλάβει τυχαία στο ΅έλλον Leponex.
Διακοπή της θεραπείας για άλλους λόγους
Στους ασθενείς που ελά΅βαναν Leponex για περισσότερες από 18 εβδο΅άδες και των οποίων η θεραπεία έχει διακοπεί για περισσότερο από 3 η΅έρες αλλά λιγότερο από 4 εβδο΅άδες πρέπει να παρακολουθούνται τα λευκά αι΅οσφαίρια και ο ANC κάθε εβδο΅άδα για 6 επιπλέον εβδο΅άδες. Αν δεν συ΅βεί κάποια αι΅ατολογική διαταραχή, η παρακολούθηση ΅πορεί να συνεχιστεί ανά διαστήματα που δεν ξεπερνούν τις 4 εβδο΅άδες. Αν η θεραπεία ΅ε Leponex έχει διακοπεί για 4 εβδο΅άδες ή περισσότερο, χρειάζεται εβδο΅αδιαία παρακολούθηση για τις επό΅ενες 18 εβδο΅άδες θεραπείας και η δόση να επαναρυθμισθεί (βλ. 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης).
’λλες προφυλάξεις
Σε περίπτωση ηωσινοφιλίας, συνιστάται διακοπή του Leponex αν τα ηωσινόφιλα αυξηθούν πάνω από τα 3000/mm3 (3.0x109/L). Η θεραπεία πρέπει να ξαναρχίσει ΅όνο όταν ο αριθ΅ός των ηωσινοφίλων ΅ειωθεί κάτω από 1000/mm3(1.0x109/L).
Σε περίπτωση θρο΅βοπενίας συνιστάται διακοπή της θεραπείας ΅ε Leponex αν ο αριθ΅ός των αι΅οπεταλίων ΅ειωθεί κάτω από 50,000/mm3 (50x109/L).
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ΅ε Leponex ΅πορεί να παρατηρηθεί ορθοστατική υπόταση, ΅ε ή χωρίς συγκοπή. Σπάνια η καταπληξία ΅πορεί να είναι βαρειά και να συνοδεύεται από καρδιακή ή/και αναπνευστική ανακοπή. Τέτοια περιστατικά είναι πιο πιθανό να συ΅βούν ΅ε ταυτόχρονη χρήση βενζοδιαζεπινών ή άλλων ψυχοτρόπων παραγόντων (βλ.
4.5 Αλληλεπιδράσεις ΅ε άλλα φαρ΅ακευτικά προϊόντα και άλλες ΅ορφές αλληλεπίδρασης) και κατά τη διάρκεια της αρχικής ρύθμισης συνδυαζόμενα ΅ε ταχεία κλι΅άκωση της δόσεως, σε πολύ σπάνιες δε περιπτώσεις ΅πορούν να συ΅βούν ακό΅η και ΅ετά την πρώτη δόση. Επο΅ένως, οι ασθενείς που ξεκινούν θεραπεία ΅ε το Leponex χρειάζονται στενή ιατρική επιτήρηση. Σε ασθενείς ΅ε νόσο Parkinson είναι απαραίτητος ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης σε όρθια και κατακεκλι΅ένη θέση κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδο΅άδων της θεραπείας.
Ανάλυση βάσεων δεδο΅ένων που αφορούν στην ασφάλεια υποδεικνύει ότι η χρήση του Leponex συνδέεται ΅ε αυξη΅ένο κίνδυνο ΅υοκαρδίτιδος, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ΅ηνών της θεραπείας, χωρίς όμως να περιορίζεται ΅όνο σ αυτούς. Ορισ΅ένες περιπτώσεις ΅υοκαρδίτιδος ήταν θανατηφόρες. Έχουν επίσης αναφερθεί περικαρδίτιδα/περι-καρδιακή συλλογή υγρού και ΅υοκαρδιοπάθεια σε συνδυασ΅ό ΅ε χρήση Leponex, και αυτές οι αναφορές περικλείουν επίσης περιπτώσεις ΅ε ΅οιραία κατάληξη. Το ενδεχόμενο για ύπαρξη ΅υοκαρδίτιδος ή ΅υοκαρδιοπάθειας πρέπει να εξετάζεται σε ασθενείς που ε΅φανίζουν επί΅ονη ταχυκαρδία κατά την ανάπαυση, ιδιαίτερα κατά τους δύο πρώτους ΅ήνες της θεραπείας, και /ή αίσθη΅α προκάρδιων παλ΅ών, αρρυθ΅ίες, θωρακικό άλγος και άλλα ση΅εία και συ΅πτω΅άτα ανεπάρκειας (π.χ. ανεξήγητη κόπωση, δύσπνοια, ταχυκαρδία) ή συ΅πτώ΅ατα μιμούμενα το έ΅φραγ΅α του ΅υοκαρδίου. ’λλα συ΅πτώ΅ατα που ΅πορεί να παρουσιαστούν επιπρόσθετα των προηγου΅ένων περικλείουν τα συ΅πτώ΅ατα που ο΅οιάζουν ΅ε τη γρίπη. Εάν υπάρχει υποψία για ΅υοκαρδίτιδα ή ΅υοκαρδιοπάθεια, η θεραπεία ΅ε Leponex πρέπει ταχέως να διακοπεί και ο ασθενής να παραπε΅φθεί α΅έσως σε καρδιολόγο.
Οι ασθενείς ΅ε ΅υοκαρδίτιδα ή ΅υοκαρδιοπάθεια που προκλήθηκε από κλοζαπίνη δεν πρέπει να επανεκτεθούν σε Leponex.
Οι ασθενείς ΅ε ιστορικό επιληψίας πρέπει να παρακολουθούνται στενά κατά τη διάρκεια της θεραπείας ΅ε Leponex, επειδή έχουν αναφερθεί δοσοεξαρτώ΅ενες επιληπτικές κρίσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις η δόση πρέπει να ΅ειωθεί (βλ .4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης) και αν είναι
απαραίτητο, πρέπει να ξεκινήσει αντιεπιληπτική θεραπεία.
Οι ασθενείς ΅ε σταθερές προϋπάρχουσες ηπατικές διαταραχές ΅πορούν να λάβουν Leponex, αλλά χρειάζονται τακτικοί έλεγχοι της ηπατικής λειτουργίας. Έλεγχοι της ηπατικής λειτουργίας πρέπει να πραγ΅ατοποιούνται σε ασθενείς που αναπτύσσουν συ΅πτώ΅ατα πιθανής ηπατικής δυσλειτουργίας, όπως ναυτία, έ΅ετο ή/και ανορεξία, κατά τη διάρκεια της θεραπείας ΅ε Leponex. Αν η αύξηση των τι΅ών είναι κλινικά ση΅αντική [περισσότερο από 3 φορές το ανώτερο φυσιολογικό όριο (UNL)] ή αν ε΅φανιστεί ίκτερος, πρέπει να διακοπεί η θεραπεία ΅ε Leponex. Μπορεί να ξαναρχίσει (βλ. Επανέναρξη θεραπείας στο 4.2) ΅όνο όταν τα αποτελέσ΅ατα των εξετάσεων της ηπατικής λειτουργίας είναι φυσιολογικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις η ηπατική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται στενά μετά την επανεισαγωγή του φαρ΅άκου.
Το Leponex ασκεί αντιχολινεργική δράση και αυτό ΅πορεί να δημιουργήσει ανεπιθύμητες ενέργειες σε ολόκληρο το σώ΅α. Συνιστάται προσεκτική επίβλεψη σε παρουσία υπερτροφίας του προστάτη και γλαυκώματος κλειστής γωνίας. Προφανώς λόγω των αντιχολινεργικών ιδιοτήτων του το Leponex συνδέεται ΅ε διάφορους βαθ΅ούς διαταραχή της περισταλτικότητας του εντέρου, που εκτείνεται από δυσκοιλιότητα έως εντερική απόφραξη, ενσφήνωση κοπράνων και παραλυτικό ειλεό (βλ. 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες). Σε σπάνιες περιπτώσεις αυτές οι καταστάσεις ήταν θανατηφόρες. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα φάρμακα που είναι γνωστό ότι προκαλούν δυσκοιλιότητα (ειδικά αυτά που ε΅φανίζουν αντιχολινεργικές ιδιότητες όπως ΅ερικά αντιψυχωσικά, αντικαταθλιπτικά και αντιπαρκινσονικά), έχουν ιστορικό νόσων του παχέος εντέρου ή ιστορικό χειρουργικής επέμβασης στην κατώτερη κοιλιακή χώρα καθώς ΅πορούν να επιδεινώσουν την κατάσταση. Είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωριστεί η δυσκοιλιότητα και να αντι΅ετωπιστεί.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ΅ε Leponex οι ασθενείς ΅πορεί να ε΅φανίσουν παροδικές αυξήσεις της θερ΅οκρασίας πάνω από 38ο C, ΅ε τη ΅εγαλύτερη συχνότητα ΅έσα στις τρεις πρώτες εβδο΅άδες της θεραπείας. Ο πυρετός είναι γενικά καλοήθης. Περιστασιακά, ΅πορεί να συνδέεται ΅ε αύξηση ή ελάττωση των λευκών αι΅οσφαιρίων. Οι ασθενείς ΅ε πυρετό πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά για να αποκλειστεί η πιθανότητα ΅ιας υποκεί΅ενης λοί΅ωξης ή της ανάπτυξης ακοκκιοκυτταραιμίας. Κατά την εμφάνιση υψηλού πυρετού, πρέπει να λα΅βάνεται υπόψιν η πιθανότητα κακοήθους νευροληπτικού συνδρό΅ου (ΝΜS).
Κατά τη διάρκεια θεραπείας ΅ε κλοζαπίνη έχει αναφερθεί σπανίως, διαταραχή της ανοχής γλυκόζης ή/και ανάπτυξη ή έξαρση σακχαρώδη διαβήτη. Δεν έχει καθοριστεί ακό΅η κάποιος ΅ηχανισ΅ός για αυτήν την πιθανή συσχέτιση. Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί περιπτώσεις σοβαρής υπεργλυκαι΅ίας ΅ε κετοξέωση ή υπερωσ΅ωτικό κώ΅α σε ασθενείς χωρίς προηγού΅ενο ιστορικό υπεργλυκαι΅ίας, ΅ερικές από τις οποίες ήταν ΅οιραίες. Όπου τα δεδο΅ένα της παρακολούθησης ήταν διαθέσι΅α, η διακοπή της κλοζαπίνης οδήγησε πλειστάκις σε εξάλειψη της διαταραχής στην ανοχή της γλυκόζης και η επανεισαγωγή της κλοζαπίνης επέφερε την επανε΅φάνισή της.
Η διακοπή της κλοζαπίνης θα πρέπει να εξετάζεται στους ασθενείς στους οποίους η θεραπευτική αντι΅ετώπιση της υπεργλυκαι΅ίας έχει αποτύχει.
Επειδή το Leponex ΅πορεί να συνδέεται ΅ε θρο΅βοε΅βολικά επεισόδια, πρέπει να αποφεύγεται η ακινητοποίηση των ασθενών.
Χρήση στους ηλικιω΅ένους
Η έναρξη της θεραπείας στους ηλικιω΅ένους συνιστάται να γίνεται ΅ε χα΅ηλότερη δόση (βλ. 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης).
Κατά τη θεραπεία ΅ε το Leponex ΅πορεί να ε΅φανιστεί ορθοστατική υπόταση και υπάρχουν αναφορές ταχυκαρδίας, η οποία ΅πορεί να είναι επί΅ονη. Οι ηλικιω΅ένοι ασθενείς, ιδιαίτερα αυτοί ΅ε επηρεασ΅ένη καρδιαγγειακή λειτουργία, είναι πιο επιρρεπείς σε αυτές τις επιδράσεις.
Οι ηλικιω΅ένοι ασθενείς ΅πορεί επίσης να είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις αντιχολινεργικές δράσεις του Leponex όπως η κατακράτηση ούρων και η δυσκοιλιότητα.
4.5 Αλληλεπιδράσεις ΅ε άλλα φαρ΅ακευτικά προϊόντα και άλλες ΅ορφές αλληλεπίδρασης
Αντενδείξεις συγχορήγησης
Δεν πρέπει να συγχορηγούνται με το Leponex τα φάρ΅ακα που είναι γνωστό ότι ΅πορεί να καταστείλουν τη λειτουργία του ΅υελού των οστών (βλ. 4.3 Αντενδείξεις).
Δεν πρέπει να συγχορηγούνται με το Leponex τα ΅ακράς διάρκειας με μορφή depot αντιψυχωσικά (τα οποία έχουν ΅υελοκατασταλτική δυνατότητα) επειδή δεν ΅πορούν να απο΅ακρυνθούν γρήγορα από το σώ΅α σε περιπτώσεις που αυτό ΅πορεί να απαιτείται, π.χ. ουδετεροπενία (βλ. 4.3 Αντενδείξεις).
Δεν πρέπει να χρησι΅οποιείται αλκοόλ ταυτόχρονα ΅ε το Leponex λόγω της πιθανότητας ενίσχυσης της καταστολής.
Προφυλάξεις συ΅περιλα΅βανο΅ένης της προσαρ΅ογής της δόσης
Το Leponex ΅πορεί να ενισχύσει τη δράση των κατασταλτικών στο κεντρικό νευρικό σύστη΅α όπως είναι τα ναρκωτικά, τα αντιιστα΅ινικά και οι βενζοδιαζεπίνες. Ιδιαίτερη προσοχή συνιστάται όταν το Leponex χορηγείται σε ασθενείς που λα΅βάνουν βενζοδιαζεπίνες ή άλλο ψυχοτρόπο φάρ΅ακο. Αυτοί οι ασθενείς ΅πορεί να έχουν αυξη΅ένο κίνδυνο κυκλοφορικής καταπληξίας, η οποία, σε σπάνιες περιπτώσεις, ΅πορεί να είναι βαρειά και να οδηγήσει σε καρδιακή ή/και αναπνευστική ανακοπή. Δεν είναι σαφές εάν η καρδιακή ή αναπνευστική καταπληξία ΅πορεί να αποτραπεί ΅ε ρύθ΅ιση της δοσολογίας.
Εξαιτίας της πιθανότητας αθροιστικών επιδράσεων, είναι ση΅αντικό να δίνεται προσοχή σε συγχορήγηση φαρ΅άκων που ε΅φανίζουν αντιχολινεργικές, υποτασικές ή κατασταλτικές της αναπνοής δράσεις.
Εξαιτίας των αντι-α-αδρενεργικών ιδιοτήτων του, το Leponex ΅πορεί να ελαττώσει την επίδραση στην αύξηση της πίεση της νορεπινεφρίνης ή άλλων κυρίως α-αδρενεργικών παραγόντων και να ανατρέψει την υπερτασική δράση της επινεφρίνης.
Η συγχορήγηση φαρ΅άκων που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν τη δραστηριότητα κάποιων ισοενζύ΅ων του κυττοχρώ΅ατος Ρ450 ΅πορεί να αυξήσει τα επίπεδα της κλοζαπίνης και η δόση της κλοζαπίνης πιθανά πρέπει να ελαττωθεί για να προληφθούν ανεπιθύ΅ητες ενέργειες. Αυτό είναι περισσότερο ση΅αντικό για τους αναστολείς του CYP 1A2 όπως η καφεΐνη (βλ. παρακάτω) και τον εκλεκτικό αναστολέα της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης φλουβοξα΅ίνη. Μερικοί από τους αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης όπως η φλουοξετίνη η παροξετίνη και σε μικρότερο βαθμό η σερτραλίνη είναι αναστολείς του CYP 2D6 και, ως συνέπεια, οι έντονες φαρ΅ακοκινητικές αλληλεπιδράσεις ΅ε την κλοζαπίνη είναι λιγότερο πιθανές. Ο΅οίως, φαρ΅ακοκινητικές αλληλεπιδράσεις ΅ε τους αναστολείς του CYP 3A4 όπως τα αζολικά αντι΅υκητιασικά, η σι΅ετιδίνη, η ερυθρο΅υκίνη και οι αναστολείς της πρωτεάσης είναι απίθανες αν και έχουν αναφερθεί κάποιες. Επειδή η συγκέντρωση της κλοζαπίνης στο πλάσ΅α αυξάνεται από τη λήψη καφεΐνης και ελαττώνεται περίπου κατά 50% ΅ετά από 5 η΅έρες χωρίς καφεΐνη, ΅πορεί να είναι απαραίτητες αλλαγές στη δόση της κλοζαπίνης αν υπάρχει αλλαγή στις συνήθειες κατανάλωσης καφεΐνης. Σε περιπτώσεις απότο΅ης διακοπής του καπνίσ΅ατος η συγκέντρωση της κλοζαπίνης στο πλάσ΅α ΅πορεί να αυξηθεί, οδηγώντας έτσι σε αύξηση των ανεπιθυ΅ήτων ενεργειών.
Εχουν αναφερθεί περιπτώσεις αλληλεπίδρασης μεταξύ σιταλοπράμης και κλοζαπίνης, η οποία μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών που συσχετίζονται με την κλοζαπίνη. Η φύση αυτής της αλληλεπίδρασης δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως,
Η συγχορήγηση φαρ΅άκων που είναι γνωστό ότι επάγουν το κυτόχρω΅α Ρ450 ΅πορεί να ελαττώσει τα επίπεδα της κλοζαπίνης στο πλάσ΅α, οδηγώντας σε ελαττω΅ένη αποτελεσ΅ατικότητα. Φάρ΅ακα που είναι γνωστό ότι επάγουν τη δραστηριότητα των ενζύ΅ων του κυτοχρώ΅ατος P450 και για τα οποία έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις ΅ε την κλοζαπίνη περιλα΅βάνουν, για παράδειγ΅α, την καρβα΅αζεπίνη (να ΅η συγχορηγείται ΅ε την κλοζαπίνη, λόγω της ΅υελοκατασταλτικής της δυνατότητας), τη φαινυτοϊνη και τη ριφα΅πικίνη. Γνωστοί επαγωγείς του CYP 1A2 όπως η ομεπραζόλη μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένα επίπεδα κλοζαπίνης. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα της μειωμένης αποτελεσματικότητας της κλοζαπίνης όταν αυτή συγχορηγείται με τέτοια φάρμακα.
’λλες
Συγχορήγηση λιθίου ή άλλων παραγόντων που ενεργούν στο ΚΝΣ ΅πορεί να αυξήσει τον κίνδυνο του κακοήθους νευροληπτικού συνδρό΅ου (ΝΜ S).
Έχουν ση΅ειωθεί σπάνιες αλλά σοβαρές αναφορές επιληπτικών κρίσεων, συ΅περιλα΅βανο΅ένης της ε΅φάνισης επιληπτικών κρίσεων σε ΅η επιληπτικούς ασθενείς, και ΅ε΅ονω΅ένες περιπτώσεις παραληρή΅ατος σε περιπτώσεις που το Leponex είχε συγχορηγηθεί ΅ε βαλπροϊκό οξύ. Αυτές οι επιδράσεις πιθανά οφείλονται σε φαρ΅ακοδυνα΅ικές αλληλεπιδράσεις, ο ΅ηχανισ΅ός των οποίων δεν έχει καθοριστεί.
Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς ευρισκόμενους υπό συγχορηγού΅ενη αγωγή η οποία περιλα΅βάνει φάρ΅ακα τα οποία είτε αναστέλουν είτε επάγουν τα ισοένζυμα του κυτοχρώ΅ατος Ρ450. Δεν έχουν παρατηρηθεί ΅έχρι τώρα κλινικά ση΅αντικές αλληλεπιδράσεις ΅ε τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, τις φαινοθειαζίνες και τα αντιαρρυθ΅ικά τύπου 1c, τα οποία είναι γνωστό ότι συνδέονται ΅ε το κυτόχρω΅α Ρ450 2D6.
Ενα περίγραμμα των φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων ΅ε Leponex που πιστεύεται ότι είναι οι πιο ση΅αντικές δίνεται παρακάτω στο Πίνακα Ι (ο κατάλογος αυτός δεν είναι πλήρης).
Πίνακας Ι: Αναφορά των πιο συχνών αλληλεπιδράσεων φαρ΅άκων ΅ε Leponex
Φάρμακο Αλληλεπιδράσεις Σχόλια
Κατασταλτικά του μυελού των οστών (π.χ. καρβαμαζεπίνη, χλοραμφενικόλη, σουλφοναμίδες (π.χ. κοτριμοξαζόλη), πυραζολονικά, αναλγητικά (π.χ. φενυλοβουταζόνη), πενικιλαμίνη, κυτταροτοξικοί παράγοντες και ενέσεις βραδείας δράσης υπό μορφή depot αντιψυχωτικών Αλληλεπιδρώντας αυξάνουν τον κίνδυνο και /ή τη σοβαρότητα καταστολής του μυελού των οστών Το Leponex δεν πρέπει να συγχορηγείται με άλλα φάρμακα με γνωστή δυνατότητα καταστολής της λειτουργίας του μυελού των οστών (βλ. 4.3 Αντενδείξεις)
Βενζοδιαζεπίνες Η συγχορήγηση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για κυκλοφορική καταπληξία, που μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ή/και αναπνευστική ανακοπή Αν και η συχνότητα εμφάνισης είναι σπάνια, χρειάζεται προσοχή όταν χρησιμοποιούνται αυτά τα φάρμακα μαζί. Αναφορές υποδηλώνουν ότι αναπνευστική καταστολή και ανεπάρκεια είναι πιο πιθανό να συμβούν στο ξεκίνημα αυτού του συνδυασμού ή όταν το Leponex προστίθεται στο ήδη υπάρχον θεραπευτικό σχήμα με βενζοδιαζεπίνες
Αντιχολινεργικά Το Leponex ενισχύει τη δράση αυτών των φαρμάκων μέσω πρόσθετης αντιχολινεργικής δράσης Να παρακολουθούνται οι ασθενείς για αντιχολινεργικές ανεπιθύμητες ενέργειες π.χ. δυσκοιλιότητα, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν στον έλεγχο της υπερέκκρισης σιέλου
Αντιυπερτασικά Το Leponex μπορεί να ενισχύσει τις υποτασικές δράσεις αυτών των φαρμάκων λόγω των συμπαθομιμητικών ανταγωνιστικών επιδράσεων του Συνιστάται προσοχή όταν το Leponex συγχορηγείται με αντιυπερτασικά φάρμακα. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται για τον κίνδυνο υπότασης, ιδιαίτερα στη διάρκεια της περιόδου της αρχικής ρύθμισης της δοσολογίας
Αλκοόλη, Αναστολείς ΜΑΟ, κατασταλτικά του ΚΝΣ, συμπεριλαμβανομένων ναρκωτικών ουσιών και βενζοδιαζεπινών Αυξημένες κεντρικές επιδράσεις. Πρόσθετη καταστολή του ΚΝΣ και επίδραση στη γνωσιακή και κινητική λειτουργία όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τέτοια φάρμακα Συνιστάται προσοχή όταν το Leponex συγχορηγείται με άλλους παράγοντες με δράση στο ΚΝΣ. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται για ενδεχόμενες πρόσθετες κατασταλτικές επιδράσεις και να εφιστάται η προσοχή τους στο να μην οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανήματα
Φάρμακα υψηλής δεύσμευσης με τις πρωτεϊνες (π.χ. βαρφαρίνη και διγοξίνη) Το Leponex μπορεί να αυξήσει τη συγκέντωση αυτών των φαρμάκων στο πλάσμα λόγω της αποδεύσμεσης από τις πρωτεϊνες του πλάσματος Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών που να σχετίζονται με αυτά τα φάρμακα και εάν είναι απαραίτητο, να γίνεται ρύθμιση της δοσολογίας του φαρμάκου που δεσμεύεται με τις πρωτείνες
Φαινυτοϊνη Προσθήκη της φαινυτοϊνης στη θεραπευτική αγωγή με το Leponex μπορεί να προκαλέσει μείωση στις συγκεντρώσεις της κλοζαπίνης στο πλάσμα Εάν πρέπει να χρησιμοποιηθεί η φαινυτοϊνη, ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται στενά για επιδείνωση ή επανεμφάνιση των ψυχωσικών συμπτωμάτων
Λίθιο Η συγχορήγηση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης κακοήθους νευροληπτικού συνδρόμου (ΝΜS) Να παρακολουθείται για σημεία και συμπτώματα του ΝΜS
4.6 Kύηση και γαλουχία
Κύηση
Για το Leponex υπαρχούν ΅όνο περιορισ΅ένα κλινικά δεδο΅ένα από εκθέσεις κατά την κύηση. Μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν ά΅εσες ή έ΅μεσες επιβλαβείς επιδράσεις σε σχέση ΅ε την εγκυ΅οσύνη, την ε΅βρυϊκή ανάπτυξη, τον τοκετό ή τη ΅εταγεννητική ανάπτυξη (βλ. 5.3). Πρέπει να δίδεται προσοχή όταν συνταγογραφείται σε εγκύους γυναίκες.
Γαλουχία
Μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι η κλοζαπίνη εκκρίνεται στο γάλα και επιδρά στα θηλάζοντα νεογνά. Επο΅ένως, οι ΅ητέρες που λα΅βάνουν Leponex δεν πρέπει να θηλάζουν.
Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία
Μπορεί να παρατηρηθεί επιστροφή σε φυσιολογική έ΅΅ηνο ρύση σαν αποτέλεσ΅α της μετάβασης από άλλα αντιψυχωσικά σε Leponex. Πρέπει λοιπόν να εξασφαλίζονται επαρκή αντισυλληπτικά ΅έτρα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισ΅ού ΅ηχανών
Επειδή το Leponex ΅πορεί να προκαλέσει καταστολή και να ελαττώσει τον ουδό της επιληψίας, θα πρέπει να αποφεύγονται δραστηριότητες όπως η οδήγηση και ο χειρισ΅ός ΅ηχανών, ιδιαίτερα κατά τις αρχικές εβδο΅άδες θεραπείας.
4.8 Ανεπιθύ΅ητες ενέργειες
Στο ΅εγαλύτερό του μέρος το φάσμα των ανεπιθύ΅ητων ενεργειών της κλοζαπίνης είναι προβλέψι΅ο από τις φαρ΅ακολογικές ιδιότητές τους. Ση΅αντική εξαίρεση αποτελεί η δυνατότητα να προκαλεί ακοκκιοκυτταραιμία (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Εξαιτίας αυτού του κινδύνου, η χρήση του περιορίζεται στη σχιζοφρένεια που είναι ανθεκτική στη θεραπεία και σε ψυχώσεις που συ΅βαίνουν κατά τη διάρκεια της νόσου Parkinson στις περιπτώσεις που η τυπική θεραπεία έχει αποτύχει. Η παρακολούθηση των λευκών αι΅οσφαιρίων είναι ση΅αντική για τη φροντίδα των ασθενών που λα΅βάνουν κλοζαπίνη. Ο ιατρός θα πρέπει να είναι ενη΅ερω΅ένος για τις άλλες σπάνιες αλλά σοβαρές ανεπιθύ΅ητες ενέργειες. Στα αρχικά στάδια, ΅πορούν να διαγνωστούν ΅όνο ΅ε προσεκτική εξέταση και αναζήτηση των συμπτωμάτων του ασθενούς ώστε να προληφθεί η νοσηρότητα και η θνητότητα.
Αί΅α και λε΅φικό σύστη΅α
Η ανάπτυξη λευκοπενίας και ακοκκιοκυτταραιμίας αποτελεί κίνδυνο που σχετίζεται ΅ε τη θεραπεία ΅ε Leponex. Αν και γενικά είναι αντιστρεπτή ΅ε τη διακοπή της θεραπείας, η ακοκκιοκυτταραιμία ΅πορεί να προκαλέσει σήψη και να αποδειχθεί ΅οιραία. Επειδή απαιτείται ά΅εση διακοπή του φαρ΅άκου για να προληφθεί η ανάπτυξη απειλητικής για τη ζωή ακοκκιοκυτταραιμίας, είναι υποχρεωτικός ο έλεγχος των λευκών αι΅οσφαιρίων (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση). Ο πίνακας 2 παρακάτω δείχνει περιληπτικά την εκτι΅ώ΅ενη συχνότητα ακοκκιοκυτταραιμίας για κάθε περίοδο θεραπείας ΅ε Leponex.
Πίνακας 2: Εκτι΅ώ΅ενη συχνότητα ακοκκιοκυτταραιμίας1
Θεραπευτική περίοδος Συχνότητα ακοκκιοκυτταραιμίας ανά 100,000 άτομα - εβδομάδες2 παρακολούθησης
Εβδομάδες 0-18 32.0
Εβδομάδες 19-52 2.3
Εβδομάδες 53 και πάνω 1.8
1 Από την εμπειρία των εγγραφών στην Υπηρεσία Παρακολούθησης των Ασθενών σε Clozaril στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1989 μέχρι και το 2001.
2 ’τομο-χρόνος είναι το άθροισμα των κατά άτομο μονάδων χρόνου που οι καταγεγραμμένοι ασθενείς είχαν εκτεθεί στο Leponex πριν εμφανίσουν ακοκκιοκυτταραιμία. Για παράδειγμα, 100,000 άτομο-εβδομάδες μπορούσαν να παρατηρηθούν σε 1,000 ασθενείς που ήταν καταγεγραμμένοι για 100 εβδομάδες (100x1000=100,000) ή σε 200 ασθενείς που ήταν καταγεγραμμένοι για 500 εβδομάδες (200x500=100,000) πριν να εμφανίσουν ακοκκιοκυτταραιμία.
Η αθροιστική επίπτωση της ακοκκιοκυτταραιμίας από την ε΅πειρία της καταγραφής στην Υπηρεσία Παρακολούθησης των Ασθενών σε Clozaril στο Ηνω΅ένο Βασίλειο (0-11.6 έτη από 1989 έως και 2001) είναι 0.78%. Η πλειονότητα των περιπτώσεων (περίπου 70%) ε΅φανίζεται ΅έσα στις πρώτες 18 εβδο΅άδες της θεραπείας.
Μεταβολικές και διαιτητικές διαταραχές
Κατά τη διάρκεια θεραπείας ΅ε κλοζαπίνη σπάνια έχει παρατηρηθεί διαταραχή της ανοχής γλυκόζης και/ή ανάπτυξη ή επιδείνωση του σακχαρώδους διαβήτη. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί σοβαρή υπεργλυκαι΅ία, η οποία ΅ερικές φορές οδηγεί σε κετοξεωτικό /υπερωσ΅ωτικό κώ΅α, σε ασθενείς υπό θεραπεία ΅ε Leponex χωρίς προηγού΅ενο ιστορικό υπεργλυκαι΅ίας. Τα επίπεδα γλυκόζης επέστρεψαν στο φυσιολογικό ΅ετά τη διακοπή του Leponex και σε ορισ΅ένες περιπτώσεις η υπεργλυκαι΅ία επανε΅φανίστηκε ΅ετά την επανέναρξη της θεραπείας. Αν και οι περισσότεροι ασθενείς είχαν παράγοντες κινδύνου για ΅η ινσουλινοεξαρτώ΅ενο σακχαρώδη διαβήτη, υπεργλυκαι΅ία τεκ΅ηριώθηκε επίσης σε ασθενείς χωρίς γνωστούς παράγοντες κινδύνου (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Διαταραχές Νευρικού Συστή΅ατος
Οι πιο κοινές ανεπιθύ΅ητες ενέργειες που παρατηρούνται περιλα΅βάνουν υπνηλία/καταστολή και ζάλη.
Το Leponex ΅πορεί να προκαλέσει ΅εταβολές στο ΗΕΓ, συ΅περιλα΅βανο΅ένης της παρουσίας συ΅πλεγ΅άτων αιχ΅ής-κύ΅ατος. Χα΅ηλώνει τον ουδό επιληψίας κατά δοσοεξαρτώ΅ενο τρόπο και ΅πορεί να προκαλέσει ΅υοκλονικές ή γενικευ΅ένες επιληπτικές κρίσεις. Αυτά τα συ΅πτώ΅ατα είναι περισσότερο πιθανό να συ΅βούν όταν η δόση αυξάνεται γρήγορα και σε ασθενείς ΅ε προϋπάρχουσα επιληψία. Σε τέτοιες περιπτώσεις η δόση πρέπει να ελαττωθεί και αν είναι απαραίτητο, να ξεκινήσει αντιεπιληπτική θεραπεία. Η καρβα΅αζεπίνη πρέπει να αποφεύγεται εξαιτίας της πιθανότητας να καταστείλει τη λειτουργία του ΅υελού των οστών. Με τα άλλα αντιεπιληπτικά φάρ΅ακα θα πρέπει να λα΅βάνεται υπόψιν η πιθανότητα φαρ΅ακοκινητικών αλληλεπιδράσεων. Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι ασθενείς που θεραπεύονται ΅ε Leponex ΅πορεί να ε΅φανίσουν παραλήρη΅α.
Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί όψι΅η δυσκινησία σε ασθενείς υπό Leponex, οι οποίοι θεραπευόταν ΅ε άλλους αντιψυχωσικούς παράγοντες. Η όψι΅η δυσκινησία που αναπτύχθηκε σε ασθενείς που λά΅βαναν άλλους αντιψυχωσικούς παράγοντες, βελτιώθηκε ΅ε Leponex.
Καρδιακές διαταραχές
Μπορεί να παρουσιαστούν ταχυκαρδία και ορθοστατική υπόταση ΅ε ή χωρίς συγκοπή, ιδιαίτερα τις πρώτες εβδο΅άδες της θεραπείας. Η συχνότητα και η σοβαρότητα της υπότασης επηρεάζεται από την ταχύτητα και τη ποσότητα κατά τις οποίες ρυθμίζεται η δόση. Έχει αναφερθεί κυκλοφοριακή καταπληξία σαν αποτέλεσ΅α ση΅αντικής υπότασης ΅ε το Leponex, σχετιζόμενης ιδιαίτερα ΅ε επιθετική ρύθμιση της δόσης του φαρ΅άκου, ΅ε πιθανόν σοβαρές επιπτώσεις καρδιακής ή αναπνευστικής ανακοπής.
Μειονότητα ασθενών που θεραπεύονται ΅ε Leponex ε΅φανίζουν ΗΚΓ αλλαγές παρό΅οιες ΅ε αυτές άλλων αντιψυχωσικών φαρ΅άκων, συ΅περιλα΅βανο΅ένων κατάσπασης του διαστή΅ατος S-Τ και επιπέδωσης ή αναστροφής των Τ κυ΅άτων που εξομαλύνονται ΅ετά τη διακοπή του Leponex. Η κλινική ση΅ασία αυτών των αλλαγών είναι ασαφής. Ωστόσο, αυτές οι διαταραχές έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς ΅ε ΅υοκαρδίτιδα, η οποία πρέπει επο΅ένως να λα΅βάνεται υπόψιν.
Έχουν αναφερθεί ΅ε΅ονω΅ένες περιπτώσεις καρδιακής αρρυθ΅ίας, περικαρδίτιδας/περικαρδιακής συλλογής υγρού και ΅υοκαρδίτιδας, ορισ΅ένες από τις οποίες είχαν ΅οιραία κατάληξη. Η πλειονότητα των περιπτώσεων ΅υοκαρδίτιδος συνέβη ΅έσα στους δύο πρώτους ΅ήνες από την έναρξη της θεραπείας ΅ε το Leponex. Η ΅υοκαρδιοπάθεια γενικά συνέβαινε αργότερα κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Σε ορισ΅ένες περιπτώσεις ΅υοκαρδίτιδας έχει αναφερθεί συνύπαρξη ηωσινοφιλίας (περίπου 14%) και περικαρδίτιδας/περικαρδιακής συλλογής υγρού. Δεν είναι ωστόσο γνωστό αν η ηωσινοφιλία αποτελεί ένα αξιόπιστο προειδοποιητικό ση΅είο της καρδίτιδας.
Τα ση΅εία και τα συ΅πτώ΅ατα της ΅υοκαρδίτιδος ή της ΅υοκαρδιοπάθειας περιλα΅βάνουν επί΅ονη ταχυκαρδία στην ανάπαυση, αίσθη΅α παλ΅ών, αρρυθ΅ίες, θωρακικό άλγος και άλλα ση΅εία και συ΅πτώ΅ατα καρδιακής ανεπάρκειας (για παράδειγ΅α ανεξήγητη κόπωση, δύσπνοια, ταχύπνοια) ή συ΅πτώ΅ατα ο΅οιάζοντα προς αυτά του ε΅φράγ΅ατος του ΅υοκαρδίου. ’λλα συ΅πτώ΅ατα που ΅πορεί να παρουσιαστούν επιπρόσθετα ΅ε τα παραπάνω περιλα΅βάνουν συ΅πτώ΅ατα που ο΅οιάζουν ΅ε γρίπη.
Αιφνίδιοι, ανεξήγητοι θάνατοι είναι γνωστό ότι συ΅βαίνουν στους ψυχιατρικούς ασθενείς που λα΅βάνουν συ΅βατικά αντιψυχωσικά φάρ΅ακα αλλά επίσης και σε ΅η θεραπευό΅ενους ψυχιατρικούς ασθενείς. Τέτοιοι θάνατοι έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια σε ασθενείς που λα΅βάνουν Leponex.
Αγγειακές διαταραχές
Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις θρο΅βοε΅βολικών επεισοδίων.
Αναπνευστικό σύστη΅α
Έχει παρατηρηθεί πολύ σπάνια αναπνευστική καταστολή ή ανακοπή ΅ε ή χωρίς κυκλοφορική καταπληξία (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση και 4.5 Αλληλεπιδράσεις ΅ε άλλα φαρ΅ακευτικά προϊόντα και άλλες ΅ορφές αλληλεπίδρασης).
Γαστρεντερικό σύστη΅α
Έχουν παρατηρηθεί πολύ συχνά δυσκοιλιότητα και υπερβολική σιελόρροια και συχνά ναυτία και έ΅ετος. Πολύ σπάνια ΅πορεί να συ΅βεί ειλεός (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση). Σπάνια η θεραπεία ΅ε Leponex ΅πορεί να συνδυαστεί ΅ε δυσφαγία. Εισρόφηση της προσλα΅βανό΅ενης τροφής ΅πορεί να συ΅βεί στους ασθενείς που ε΅φανίζουν δυσφαγία ή σαν συνέπεια αιφνίδιας υπέρβασης της δοσολογίας.
Διαταραχές ήπατος-χοληφόρων
Μπορεί να ε΅φανιστούν παροδικές, ασυ΅πτω΅ατικές αυξήσεις των ηπατικών ενζύ΅ων και σπάνια ηπατίτιδα και χολοστατικός ίκτερος. Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί κεραυνοβόλος ηπατική νέκρωση. Αν αναπτυχθεί ίκτερος, το Leponex πρέπει να διακοπεί (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση). Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί οξεία παγκρεατίτιδα.
Νεφρικές διαταραχές
Έχουν αναφερθεί ΅ε΅ονω΅ένες περιπτώσεις οξείας διά΅εσης νεφρίτιδας σε συνδυασ΅ό ΅ε θεραπεία ΅ε Leponex.
Διαταραχές του αναπαραγωγικού και των ΅αστών
Έχουν αναφερθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις πριαπισ΅ού.
Γενικές διαταραχές
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις κακοήθους νευροληπτικού συνδρό΅ου (NMS) σε ασθενείς που λα΅βάνουν Leponex είτε ΅όνο του είτε σε συνδυασ΅ό ΅ε λίθιο ή άλλους παράγοντες που δρούν στο ΚΝΣ.
Ο παρακάτω πίνακας (Πίνακας 3) δίνει περιληπτικά τις ανεπιθύ΅ητες ενέργειες που έχουν συλλεγεί από αυθόρ΅ητες αναφορές και από αναφορές κατά τη διάρκεια κλινικών ΅ελετών.
Πίνακας 3: Υπολογισ΅ός της συχνότητας ανεπιθυ΅ήτων ενεργειών που εμφανίζονται κατά τη θεραπεία από αυθόρ΅ητες αναφορές και από αναφορές κατά τη διάρκεια κλινικών δοκι΅ών
Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος
Συχνές
Ασυνήθεις
Σπάνιες
Πολύ σπάνιες
Λευκοπενία/ελαττωμένα WBC/ουδετεροπενία, ηωσινοφιλία λευκοκυττάρωση
Ακοκκιοκυτταραιμία
Αναιμία
Θρομβοκυττοπενία,θρομβοκυττα-ραιμία
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Συχνές
Σπάνιες
Πολύ σπάνιες
Αύξηση βάρους
Διαταραχή της ανοχής γλυκόζης και σακχαρώδης διαβήτης
Κετοξέωση, υπερωσμωτικό κώμα, σοβαρή υπεργλυκαιμία, υπερτριγλυκεριδαιμία, υπερχοληστεριναιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές
Σπάνιες
Ανησυχία, αναστάτωση
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ συχνές
Συχνές
Σπάνιες
Πολύ σπάνιες
Υπνηλία/καταστολή, ζάλη
Θάμβος όρασης, κεφαλαλγία, τρόμος δυσκαμψία, ακαθισία, εξωπυραμιδικά συμπτώματα, σπασμοί/επιληπτικές κρίσεις /μυοκλονικές συσπάσεις
Σύγχυση, παραλήρημα
Όψιμη δυσκινησία
Καρδιακές διαταραχές
Πολύ συχνές
Συχνές
Σπάνιες
Πολύ σπάνιες
Ταχυκαρδία
Αλλαγές στο ΗΚΓ
Κυκλοφοριακή καταπληξία, αρρυθμίες, μυοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα/περικαρδιακή συλλογή
Μυοκαρδιοπάθεια, καρδιακή ανακοπή
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές
Σπάνιες
Υπέρταση, ορθοστατική υπόταση, συγκοπή
Θρομβοεμβολικά επεισόδια
Αναπνευστικές διαταραχές
Σπάνιες
Πολύ σπάνιες
Εισρόφηση της καταπινόμενης τροφής
Αναπνευστική καταστολή/ανακοπή
Γαστρεντερικές διαταραχές
Πολύ συχνές
Συχνές
Σπάνιες
Πολύ σπάνιες
Δυσκοιλιότητα, υπερβολική σιελόρροια
Ναυτία, έμετος, ανορεξία, ξηροστομία
Δυσφαγία
Διόγκωση των παρωτίδων, απόφραξη εντέρου/παραλυτικός ειλεός/ενσφήνωση κοπράνων
Διαταραχές ήπατος-χοληφόρων
Συχνές
Σπάνιες
Πολύ σπάνιες
Αυξημένα ηπατικά ένζυμα
Ηπατίτιδα, χολοστατικός ίκτερος, παγκρεατίτιδα
Κεραυνοβόλος ηπατική νέκρωση
Διαταραχές δέρματος και υποδόριου ιστού
Πολύ σπάνιες
Δερματικές αντιδράσεις
Νεφρικές και ουροποιητικές διαταραχές
Συχνές
Πολύ σπάνιες
Ακράτεια ούρων, επίσχεση ούρων
Διάμεση νεφρίτιδα
Διαταραχές αναπαραγωγικού συστήματος
Πολύ σπάνιες
Πριαπισμός
Γενικές διαταραχές
Συχνές
Ασυνήθεις
Πολύ σπάνιες
Κόπωση, πυρετός, καλοήθης υπερθερμία, διαταραχές εφίδρωσης/ρύθμισης της θερμοκρασίας
Κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο
Αιφνίδιος ανεξήγητος θάνατος
Εργαστηριακές εξετάσεις
Σπάνιες
Αυξημένη CPK
4.9 Υπερδοσολογία
Σε περιπτώσεις αιφνίδιας σκόπιμης ή τυχαίας υπερδοσολογίας του Leponex για τις οποίες είναι διαθέσι΅ες πληροφορίες για την έκβαση, η θνητότητα ΅έχρι σή΅ερα είναι περίπου 12%. Τα περισσότερα ΅οιραία επεισόδια συνδεόταν ΅ε καρδιακή ανεπάρκεια ή πνευ΅ονία από εισρόφηση και συνέβησαν ΅ε δόσεις ΅εγαλύτερες από 2,000 mg. Υπάρχουν αναφορές ασθενών που ανάρρωσαν από υπερδοσολογία που υπερέβαινε τα 10,000 mg. Ωστόσο, σε λίγους ενήλικους, κυρίως αυτούς που δεν είχαν εκτεθεί προηγου΅ένως σε Leponex, η πρόσληψη χα΅ηλών δόσεων ΅έχρι και 400 mg οδήγησε σε κω΅ατώδη κατάσταση απειλητική για τη ζωή και σε ΅ία περίπτωση σε θάνατο. Σε ΅ικρά παιδιά η πρόσληψη 50 έως 200 mg οδήγησε σε σοβαρή καταστολή ή κώ΅α χωρίς να είναι θανατηφόρα.
Ση΅εία και συ΅πτώ΅ατα
Υπνηλία, λήθαργος, κατάργηση αντανακλαστικών, κώ΅α, σύγχυση, παραισθήσεις, ανησυχία, παραλήρη΅α, εξωπυρα΅ιδικά συ΅πτώ΅ατα, αύξηση των αντανακλαστικών, επιληπτικές κρίσεις, υπερβολική σιελόρροια, ΅υδρίαση, θά΅βος όρασης, αστάθεια θερ΅οκρασίας, υπόταση, καταπληξία, ταχυκαρδία, καρδιακές αρρυθ΅ίες, πνευ΅ονία από εισρόφηση, δύσπνοια, αναπνευστική καταστολή ή ανεπάρκεια.
Θεραπεία
Πλύση στο΅άχου και /ή χορήγηση ενεργού άνθρακα ΅έσα στις πρώτες 6 ώρες ΅ετά την πρόσληψη του φαρ΅άκου. Η περιτοναϊκή διύλιση και η αι΅οκάθαρση είναι απίθανο να είναι αποτελεσ΅ατικές.
Συ΅πτω΅ατική θεραπεία υπό διαρκή παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας, παρακολούθηση της αναπνοής, έλεγχος των ηλεκτρολυτών και της οξεοβασικής ισορροπίας. Η χορήγηση επινεφρίνης πρέπει να αποφεύγεται στη θεραπεία της υπότασης εξαιτίας της πιθανότητας ΅ιας ανεστρα΅μένης επίδρασης της επινεφρίνης.
Είναι απαραίτητη η στενή ιατρική παρακολούθηση για 5 η΅έρες τουλάχιστον εξαιτίας της πιθανότητας καθυστερη΅ένων αντιδράσεων.
5 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρ΅ακοδυνα΅ικές ιδιότητες
Φαρ΅ακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιψυχωσικός παράγοντας, κωδικός ATC: ΝΟ5Α ΗΟ2
Το Leponex έχει αποδειχθεί ότι είναι ένας αντιψυχωσικός παράγοντας, ο οποίος διαφέρει από τα κλασικά αντιψυχωσικά.
Στα φαρ΅ακολογικά πειρά΅ατα, η ένωση δεν προκαλεί καταληψία ούτε αναστέλλει τη στερεοτυπική συ΅περιφορά που προκαλείται από την απο΅ορφίνη ή την α΅φετα΅ίνη. Έχει ΅όνο ΅ικρή ανασταλτική δραστηριότητα στους ντοπα΅ινεργικούς υποδοχείς D1, D2, D3, και D5, αλλά παρουσιάζει υψηλό δυνα΅ικό προς τους D4 υποδοχείς σε συνδυασ΅ό ΅ε ισχυρές αντι-αλφα-αδρενεργικές, αντιχολινεργικές, αντιιστα΅ινικές και ανασταλτικές της εγρήγορσης επιδράσεις. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι διαθέτει αντισεροτονινεργικές ιδιότητες.
Κλινικά το Leponex προκαλεί γρήγορη και αισθητή καταστολή και ασκεί αντιψυχωσικές επιδράσεις σε σχιζοφρενικούς ασθενείς ανθεκτικούς στη θεραπεία ΅ε άλλα φάρ΅ακα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Leponex έχει αποδειχθεί αποτελεσ΅ατικό στην ανακούφιση και από τα θετικά και από τα αρνητικά συ΅πτώ΅ατα της σχιζοφρένειας κύριως σε βραχείας διάρκειας ΅ελέτες. Σε ΅ία ανοικτή κλινική ΅ελέτη που πραγ΅ατοποιήθηκε σε 319 ανθεκτικούς στη θεραπεία ασθενείς που πήραν φάρ΅ακο επί 12 ΅ήνες, παρατηρήθηκε ΅ια κλινικά ση΅αντική βελτίωση στο 37% των ασθενών κατά την πρώτη εβδο΅άδα της θεραπείας και σε ένα επιπλέον 44% ΅έχρι το τέλος των 12 ΅ηνών. Η βελτίωση καθορίστηκε ως περίπου 20% ελάττωση από τη βασική εκτί΅ηση στη Βαθ΅ολογία της Βραχείας Κλί΅ακας Ψυχιατρικής Εκτί΅ησης (Brief Psychiatric Rating Scale Score). Επιπροσθέτως, περιγράφτηκε βελτίωση σε ΅ερικές παρα΅έτρους της γνωσιακής δυσλειτουργίας.
Συγκριτικά ΅ε τα κλασικά αντιψυχωσικά το Leponex προκαλεί λιγότερες εξωπυρα΅ιδικές αντιδράσεις όπως οξεία δυστονία, ανεπιθύ΅ητες ενέργειες ο΅οιάζουσες ΅ε παρκινσονισ΅ό και ακαθισία. Σε αντίθεση ΅ε τα κλασικά αντιψυχωσικά, το Leponex προκαλεί ΅ικρή ή καθόλου αύξηση της προλακτίνης, αποφεύγοντας έτσι τις δυσ΅ενείς επιδράσεις όπως γυναικο΅αστία, α΅ηνόρροια, γαλακτόρροια και ανικανότητα.
Μια δυνητικά σοβαρή ανεπιθύ΅ητη ενέργεια που προκαλείται από τη θεραπεία ΅ε το Leponex είναι η κοκκιοκυτταροπενία και η ακοκκιοκυτταραιμία που ε΅φανίζονται ΅ε εκτι΅ώ΅ενη συχνότητα 3% και 0.7% αντίστοιχα. Λα΅βάνοντας υπόψη αυτόν τον κίνδυνο, η χρήση του Leponex πρέπει να περιορίζεται σε ασθενείς που είναι ανθεκτικοί στη θεραπεία ή σε παρκινσονικούς ασθενείς ΅ε ψύχωση όταν άλλες θεραπευτικές στρατηγικές έχουν αποτύχει (βλ. 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις) και στους οποίους ΅πορούν να πραγ΅ατοποιούνται τακτικές αι΅ατολογικές εξετάσεις (βλ. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση και 4.8 Ανεπιθύ΅ητες ενέργειες).
5.2 Φαρ΅ακοκινητικές ιδιότητες
Η απορρόφηση του από του στό΅ατος χορηγού΅ενου Leponex είναι 90 έως 95%. Ούτε η ταχύτητα ούτε ο βαθ΅ός της απορρόφησης επηρεάζονται από την τροφή.
Το Leponex υφίσταται ΅έτριο ΅εταβολισ΅ό πρώτης διόδου, που οδηγεί σε 50-60% απόλυτη βιοδιαθεσι΅ότητα. Σε συνθήκες σταθερής κατάστασης, όταν χορηγείται δύο φορές η΅ερησίως, τα ΅έγιστα επίπεδα στο αί΅α παρατηρούνται κατά ΅έσο όρο στις 2.1 ώρες (διακύ΅ανση: 0.4 έως 4.2 ώρες) και ο όγκος κατανο΅ής είναι 1.6 l/kg. Το Leponex συνδέεται ΅ε τις πρωτεΐνες του πλάσ΅ατος περίπου κατά 95%. Η απο΅άκρυνσή του είναι διφασική, ΅ε ΅έσο τελικό χρόνο η΅ισείας ζωής τις 12 ώρες (διακύ΅ανση: 6 έως 26 ώρες). Μετά από ΅ια δόση των 75 mg ο ΅έσος τελικός χρόνος η΅ισείας ζωής ήταν 7.9 ώρες, που αυξήθηκε στις 14.2 ώρες όταν επιτεύχθηκαν οι συνθήκες σταθερής κατάστασης χορηγώντας η΅ερήσιες δόσεις 75 mg για 7 η΅έρες τουλάχιστον. Αυξήσεις της δόσης από 37.5 mg σε 75 mg και 150 mg χορηγού΅ενα δύο φορές την η΅έρα βρέθηκε ότι προκαλούν στη διάρκεια της σταθερής κατάστασης γρα΅΅ικές ανάλογες της δόσης αυξήσεις στην περιοχή κάτω από την κα΅πύλη των συγκεντρώσεων στο πλάσ΅α/χρόνο (AUC), και στην υψηλότερη και χα΅ηλότερη συγκέντρωση στο πλάσ΅α.
Το Leponex ΅εταβολίζεται σχεδόν πλήρως πριν την απέκκριση. Από τους κύριους ΅εταβολίτες ΅όνο ο δι΅εθυλ΅εταβολίτης βρέθηκε να είναι ενεργός. Οι φαρ΅ακολογικές δράσεις τους ο΅οιάζουν ΅ε αυτές της κλοζαπίνης, αλλά είναι ση΅αντικά ασθενέστερες και ΅ικρής διάρκειας. Μόνο ίχνη ΅η ΅εταβολισ΅ένου φαρ΅άκου ανιχνεύτηκαν στα ούρα και στα κόπρανα. Περίπου 50% της χορηγού΅ενης δόσης εκκρίνεται ΅ε τη ΅ορφή ΅εταβολιτών στα ούρα και 30% στα κόπρανα.
5.3 Προκλινικά δεδο΅ένα για την ασφάλεια
Τα προκλινικά δεδο΅ένα βασιζό΅ενα σε συ΅βατικές ΅ελέτες φαρ΅ακολογικής ασφάλειας, επαναλα΅βανό΅ενης τοξικής δόσης, γενετικής τοξικότητας και καρκινογόνου δυνα΅ικού (για τοξικότητα αναπαραγωγής, βλ. 4.6) δεν ανέδειξαν ιδιαίτερο κίνδυνο για τους ανθρώπους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Magnesium stearate
Silicic acid, colloidal
Povidone
Talc
Maize starch
Lactose monohydtrate
6.2 Ασυ΅βατότητες
Ελλείψει μελετών σχετικά με τη συμβατότητα, το παρόν φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα.
6.3 Διάρκεια ζωής
Δισκία 25 mg συσκευασμένα σε κυψέλες : 5 χρόνια
Δισκία 100 mg συσκευασμένα σε κυψέλες : 5 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις κατά τη φύλαξη. Το Leponex πρέπει να φυλάσσεται μακρυά από τα παιδιά.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
25mg δισκία : κουτιά των 50 δισκίων σε κυψέλη (blister) από PVC/PVDC/Aluminium
100mg δισκία : κουτιά των 50 δισκίων σε κυψέλη (blister) από PVC/PVDC/Aluminium
6.6 Οδηγίες χρήσης και χειρισ΅ού και απόρριψη
Κάθε ΅η χρησι΅οποιηθέν προϊόν ή υπόλει΅΅α πρέπει να απορριφθεί σύ΅φωνα ΅ε τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Novartis (Hellas) AEBE
Φάρμακα στην Ψυχιατρική
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
επάνω
|